- ἀπαράβλητος
- ἀπαράβλητοςincomparablemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απαράβλητος — η, ο (AM ἀπαράβλητος, ον) αυτός με τον οποίο κανείς δεν μπορεί να παραβληθεί, ασύγκριτος νεοελλ. «απαράβλητο αντίγραφο» εκείνο το οποίο δεν έχει ελεγχθεί με αντιπαραβολή προς το πρωτότυπο … Dictionary of Greek
απαράβλητος — η, ο ασύγκριτος: Στις δύσκολες εκείνες στιγμές είχε δείξει θάρρος απαράβλητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαραβλήτως — ἀπαράβλητος incomparable adverbial ἀπαράβλητος incomparable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαράβλητον — ἀπαράβλητος incomparable masc/fem acc sg ἀπαράβλητος incomparable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραβλήτοις — ἀπαράβλητος incomparable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραβλήτου — ἀπαράβλητος incomparable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραβλήτων — ἀπαράβλητος incomparable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραβλήτῳ — ἀπαράβλητος incomparable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαράβλητα — ἀπαράβλητος incomparable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆԽՈՒԶԵԼԻ — (լւոյ, լեաց.) NBH 1 0163 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c ա. ἁνεξερεύνιτος, ἁπολυπραγμόνητος , ἁνεξέταστος, ἁπαράβλητος Զոր չէ մարթ խուզել. անհետազօտելի. անքնին. ընդունելի առանց ցուցման. անկշռելի. անզուգական. *Աներեւոյթ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)